Αναζήτησες τη λέξη "принимать" στα Ρωσικά
236.mp3 принимать (Глагол) (ενεστ. при-ни-мать, αόρ. принял (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |
δέχομαι δέχομαι (Ρήμα) (ενεστ. δέ-χο-μαι, αόρ. δέχθηκα) Παραδείγματα | 236.mp3 pranoj (Folje) (e tashme pra-noj, e kr. thj v. pranova, |