Αναζήτησες τη λέξη "признавать" στα Ρωσικά
56.mp3 признавать (Глагол) (ενεστ. при-зна-вать, αόρ. признал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
αναγνωρίζω αναγνωρίζω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-γνω-ρί-ζω, αόρ. αναγνώρισα, | 56.mp3 njoh (Folje) (e tashme njoh, e kr. thj v. njoha, |