Αναζήτησες τη λέξη "прибывать" στα Ρωσικά
1100.mp3 прибывать (Глагол) (ενεστ. при-бы-вать, αόρ. прибыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
φθάνω φθάνω (Ρήμα) (ενεστ. φθά-νω, αόρ. έφθασα, | 1100.mp3 mbërrij (Folje) (e tashme mbë-rrij/mjaf-toj, e kr. thj v. mbërrita/mjaftova, |