Αναζήτησες τη λέξη "потолок" στα Ρωσικά
859.mp3 потолок (Существительное) (по-то-лок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | οροφή οροφή (η) (Ουσιαστικό) (ο-ρο-φή, γεν. -ής, πληθ. -ές) | 859.mp3 tavan (Emër) (ta-van, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |
Αναζήτησες τη λέξη "потолок" στα Ρωσικά
859.mp3 потолок (Существительное) (по-то-лок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | οροφή οροφή (η) (Ουσιαστικό) (ο-ρο-φή, γεν. -ής, πληθ. -ές) | 859.mp3 tavan (Emër) (ta-van, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |