Αναζήτησες τη λέξη "потеть" στα Ρωσικά
448.mp3 потеть (Глагол) (ενεστ. по-теть, αόρ. вспотел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ιδρώνω ιδρώνω (Ρήμα) (ενεστ. ι-δρώ-νω, αόρ. ίδρωσα, | 448.mp3 djersitem (Folje) (e tashme djer-si-tem |
Αναζήτησες τη λέξη "потеть" στα Ρωσικά
448.mp3 потеть (Глагол) (ενεστ. по-теть, αόρ. вспотел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ιδρώνω ιδρώνω (Ρήμα) (ενεστ. ι-δρώ-νω, αόρ. ίδρωσα, | 448.mp3 djersitem (Folje) (e tashme djer-si-tem |