Αναζήτησες τη λέξη "помощник" στα Ρωσικά
144.mp3 помощник (Существительное) (по-мощ-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | βοηθός βοηθός (ο) (Ουσιαστικό) (βο-η-θός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 144.mp3 ndihmës (Emër) (ndih-mës, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) |