Αναζήτησες τη λέξη "поливать" στα Ρωσικά
952.mp3 поливать (Глагол) (ενεστ. по-ли-вать, αόρ. полил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ποτίζω ποτίζω (Ρήμα) (ενεστ. πο-τί-ζω, αόρ. πότισα, | 952.mp3 ujit (Folje) (e tashme u-jit, e kr. thj v. ujita, |
Αναζήτησες τη λέξη "поливать" στα Ρωσικά
952.mp3 поливать (Глагол) (ενεστ. по-ли-вать, αόρ. полил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ποτίζω ποτίζω (Ρήμα) (ενεστ. πο-τί-ζω, αόρ. πότισα, | 952.mp3 ujit (Folje) (e tashme u-jit, e kr. thj v. ujita, |