Αναζήτησες τη λέξη "плевать" στα Ρωσικά
1122.mp3 плевать (Глагол) (ενεστ. пле-вать, αόρ. плевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
φτύνω φτύνω (Ρήμα) (ενεστ. φτύ-νω, αόρ. έφτυσα, Παραδείγματα | 1122.mp3 pështyj (Folje) (e tashme pë-shtyj, e kr. thj v. pështyva, |