Αναζήτησες τη λέξη "плавать" στα Ρωσικά 565.mp3 плавать(Глагол)(ενεστ. пла-вать, αόρ. плавал (муж.), -а (жен.), -о (ср.))ПримерыОн много времени плавает и играет с друзьями в воде. Большинство животных плавают инстинктивно. Христофор плавает в бассейне. κολυμπώ κολυμπώ(Ρήμα)(ενεστ. κο-λυ-μπώ, αόρ. κολύμπησα)ΠαραδείγματαΚολυμπάει στο νερό και παίζει με τους φίλους του πολλή ώρα. Τα περισσότερα ζώα κολυμπάνε από ένστικτο. Ο Χριστόφορος κολυμπάει στην πισίνα. 565.mp3 notoj(Folje)(e tashme no-toj, e kr. thj v. notova, pjesore notuar)ShembujNoton në ujë dhe luan me miqtë e tij për shumë kohë. Shumica e kafshëve notojnë nga instinkti. Xristoforos noton në pishinë. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я