Αναζήτησες τη λέξη "пахнуть" στα Ρωσικά
772.mp3 пахнуть (Глагол) (ενεστ. ню-хать, αόρ. понюхал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
μυρίζω μυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. μυ-ρί-ζω, αόρ. μύρισα, | 772.mp3 mbaj erë (Folje) (e tashme mbaj e-rë, e kr. thj v. mbajta erë, |