Αναζήτησες τη λέξη "парикмахерская" στα Ρωσικά
568.mp3 парикмахерская (Существительное) (па-рик-ма-хер-ска-я, γεν. -ой, πληθ. -ие, γεν. -их) | κομμωτήριο κομμωτήριο (το) (Ουσιαστικό) (κομ-μω-τή-ρι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 568.mp3 floktore (Emër) (flo-kto-re, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) |