Αναζήτησες τη λέξη "охлаждать" στα Ρωσικά
873.mp3 охлаждать (Глагол) (ενεστ. ох-лаж-дать, αόρ. охладил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
παγώνω παγώνω (Ρήμα) (ενεστ. πα-γώ-νω, αόρ. πάγωσα, | 873.mp3 ngrij (folje) (e tashme ngrij, e kr. thj v. ngriva, |