Αναζήτησες τη λέξη "открывать" στα Ρωσικά
85.mp3 открывать (Глагол) (ενεστ. от-кры-вать, αόρ. открыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ανοίγω ανοίγω (Ρήμα) (ενεστ. α-νοί-γω, αόρ. άνοιξα, | 85.mp3 hap (Folje) (e tashme hap, e kr. thj v. hapa, |
Αναζήτησες τη λέξη "открывать" στα Ρωσικά
85.mp3 открывать (Глагол) (ενεστ. от-кры-вать, αόρ. открыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ανοίγω ανοίγω (Ρήμα) (ενεστ. α-νοί-γω, αόρ. άνοιξα, | 85.mp3 hap (Folje) (e tashme hap, e kr. thj v. hapa, |