Αναζήτησες τη λέξη "оружие" στα Ρωσικά 848.mp3 оружие(Существительное)(о-ру-жи-е, γεν. -я)ПримерыГрабитель сложил оружие, как только увидел полицейского. Народы прибегают к оружию, когда хотят решить свои разногласия. όπλο όπλο (το) (Ουσιαστικό)(ό-πλο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΟ ληστής άφησε κάτω το όπλο, μόλις είδετον αστυνομικό. Οι λαοί καταφεύγουν στα όπλα, για να λύσουν τις διαφορές τους. 848.mp3 armë(Emër)(ar-më, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujGrabitësi la poshtë armën e tij, sapo pa policin. Popujt përdorin armët për të zgjidhur mosmarrëveshjet e tyre. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я