Αναζήτησες τη λέξη "орган " στα Ρωσικά
851.mp3 орган (Существительное) (ор-ган, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | όργανο όργανο (το) (Ουσιαστικό) (όρ-γα-νο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 851.mp3 organ (Emër) (or-gan, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |
Αναζήτησες τη λέξη "орган " στα Ρωσικά
851.mp3 орган (Существительное) (ор-ган, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | όργανο όργανο (το) (Ουσιαστικό) (όρ-γα-νο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 851.mp3 organ (Emër) (or-gan, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |