Αναζήτησες τη λέξη "оливка" στα Ρωσικά
326.mp3 оливка (Существительное) (о-лив-ка, γεν. -и, πληθ. -и) | ελιά ελιά (η) (Ουσιαστικό) (ε-λιά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 326.mp3 ulli (Emër) (u-lli/ni-shan, gj. -it/it, sh. -të/et, gj. -njve/eve) |