Αναζήτησες τη λέξη "одалживать" στα Ρωσικά
222.mp3 одалживать (Глагол) (ενεστ. о-дал-жи-вать, αόρ. одолжил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
δανείζω δανείζω (Ρήμα) (ενεστ. δα-νεί-ζω, αόρ. δάνεισα, Παραδείγματα | 222.mp3 huazoj (Folje) (e tashme hu-a-zoj, e kr. thj v. huazova, Shembuj |