Αναζήτησες τη λέξη "обувь" στα Ρωσικά 891.mp3 обувь(Существительное)(о-бувь, γεν. -и)ПримерыЯ купил новую обувь. Моя спортивная обувь - удобная. παπούτσι παπούτσι (το) (Ουσιαστικό)(πα-πού-τσι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΑγόρασα καινούργια παπούτσια. Τα αθλητικά μου παπούτσια είναι άνετα. 891.mp3 këpucë(Emër)(kë-pu-cë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujBleva këpucë të reja. Këpucët e mia sportive janë të rehatshme. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я