Αναζήτησες τη λέξη "обнаруживать" στα Ρωσικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| 1092.mp3 обнаруживать (Глагол) (ενεστ. об-на-ру-жи-вать, αόρ. обнаружил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | φανερώνω φανερώνω (Ρήμα) (ενεστ. φα-νε-ρώ-νω, αόρ. φανέρωσα,  | 1092.mp3 tregoj (Folje) (e tashme tre-goj, e kr. thj v. tregova,  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!