Αναζήτησες τη λέξη "находить" στα Ρωσικά
162.mp3 находить (Глагол) (ενεστ. на-хо-дить, αόρ. нашел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
βρίσκω βρίσκω (Ρήμα) (ενεστ. βρί-σκω, αόρ. βρήκα, Παραδείγματα | 162.mp3 gjej (folje) (e tashme gjej, e kr. thj v. gjeta, Shembuj |