Αναζήτησες τη λέξη "наполнять" στα Ρωσικά
178.mp3 наполнять (Глагол) (ενεστ. на-пол-нять, αόρ. наполнил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
γεμίζω γεμίζω (Ρήμα) (ενεστ. γε-μί-ζω, αόρ. γέμισα, | 178.mp3 mbush (Folje) (e tashme mbush, e kr. thj v. mbusha, |