Αναζήτησες τη λέξη "намагничивать" στα Ρωσικά
684.mp3 намагничивать (Глагол) (ενεστ. на-маг-ни-чи-вать, αόρ. намагнитил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
μαγνητίζω μαγνητίζω (Ρήμα) (ενεστ. μα-γνη-τί-ζω, αόρ. μαγνήτισα, | 684.mp3 magnetizoj (Folje) (e tashme ma-gne-ti-zoj, e kr. thj v. magnetizova, |