Αναζήτησες τη λέξη "мочить" στα Ρωσικά
161.mp3 мочить (Глагол) (ενεστ. мо-чить, αόρ. намочил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
βρέχω βρέχω (Ρήμα) (ενεστ. βρέ-χω, αόρ. έβρεξα, | 161.mp3 lag (Folje) (e tashme lag, e kr. thj v. laga, |
Αναζήτησες τη λέξη "мочить" στα Ρωσικά
161.mp3 мочить (Глагол) (ενεστ. мо-чить, αόρ. намочил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
βρέχω βρέχω (Ρήμα) (ενεστ. βρέ-χω, αόρ. έβρεξα, | 161.mp3 lag (Folje) (e tashme lag, e kr. thj v. laga, |