Αναζήτησες τη λέξη "ломать" στα Ρωσικά
1142.mp3 ломать (Глагол) (ενεστ. пор-тить, αόρ. испортил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
χαλώ χαλώ (Ρήμα) (ενεστ. χα-λώ, αόρ. χάλασα, | 1142.mp3 prish (Folje) (e tashme prish, e kr. thj v. prisha, |
Αναζήτησες τη λέξη "ломать" στα Ρωσικά
1142.mp3 ломать (Глагол) (ενεστ. пор-тить, αόρ. испортил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
χαλώ χαλώ (Ρήμα) (ενεστ. χα-λώ, αόρ. χάλασα, | 1142.mp3 prish (Folje) (e tashme prish, e kr. thj v. prisha, |