Αναζήτησες τη λέξη "линять" στα Ρωσικά
810.mp3 линять (Глагол) (ενεστ. ли-нять, αόρ. полинял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
ξεβάφω ξεβάφω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-βά-φω, αόρ. ξέβαψα, | 810.mp3 çngjyros (Folje) (e tashme çngjy-ros, e kr. thj v. çngjyrosa, |