Αναζήτησες τη λέξη "лечь" στα Ρωσικά
807.mp3 лечь (Глагол) (ενεστ. лечь, αόρ. лёг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.)) |
ξαπλώνω ξαπλώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξα-πλώ-νω, αόρ. ξάπλωσα, | 807.mp3 shtrihem (Folje) (e tashme shtri-hem, e kr. thj v. shtriva, |
Αναζήτησες τη λέξη "лечь" στα Ρωσικά
807.mp3 лечь (Глагол) (ενεστ. лечь, αόρ. лёг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.)) |
ξαπλώνω ξαπλώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξα-πλώ-νω, αόρ. ξάπλωσα, | 807.mp3 shtrihem (Folje) (e tashme shtri-hem, e kr. thj v. shtriva, |