Αναζήτησες τη λέξη "лечить" στα Ρωσικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| 430.mp3 лечить (Глагол) (ενεστ. ле-чить, αόρ. вылечил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | θεραπεύω θεραπεύω (Ρήμα) (ενεστ. θε-ρα-πεύ-ω, αόρ. θεράπευσα,  | 430.mp3   mjekoj (Folje) (e tashme mje-koj, e kr. thj v. mjekoj,  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!