Αναζήτησες τη λέξη "летать" στα Ρωσικά
920.mp3 летать (Глагол) (ενεστ. бро-сать, αόρ. бросил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
πετώ πετώ (Ρήμα) (ενεστ. πε-τώ, αόρ. πέταξα, | 920.mp3 fluturoj (Folje) (e tashme flu-tu-roj/flak, e kr. thj v. fluturova/flaka, |