Αναζήτησες τη λέξη "лепить" στα Ρωσικά
932.mp3 лепить (Глагол) (ενεστ. ле-пить, αόρ. слепил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
πλάθω πλάθω (Ρήμα) (ενεστ. πλά-θω, αόρ. έπλασα, | 932.mp3 formoj (Folje) (e tashme for-moj, e kr. thj v. formova, |
Αναζήτησες τη λέξη "лепить" στα Ρωσικά
932.mp3 лепить (Глагол) (ενεστ. ле-пить, αόρ. слепил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
πλάθω πλάθω (Ρήμα) (ενεστ. πλά-θω, αόρ. έπλασα, | 932.mp3 formoj (Folje) (e tashme for-moj, e kr. thj v. formova, |