Αναζήτησες τη λέξη "лаять" στα Ρωσικά
168.mp3 лаять (Глагол) (ενεστ. ла-ять, αόρ. лаял (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) Примеры |
γαβγίζω γαβγίζω (Ρήμα) (ενεστ. γα-βγί-ζω, αόρ. γάβγισα) Παραδείγματα | 168.mp3 leh (Folje) (e tashme leh, e kr. thj v. leha, Shembuj |