Αναζήτησες τη λέξη "крошка" στα Ρωσικά
1181.mp3 крошка (Существительное) (крош-ка, γεν. -и, πληθ. -и) | ψίχουλο ψίχουλο (το) (Ουσιαστικό) (ψί-χου-λο, γεν. -ου, πληθ. -α) Παραδείγματα | 1181.mp3 thërrime (Emër) (thë-rri-me, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) |