Αναζήτησες τη λέξη "крокодил" στα Ρωσικά
610.mp3 крокодил (Существительное) (кро-ко-дил, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | κροκόδειλος κροκόδειλος (ο) (Ουσιαστικό) (κρο-κό-δει-λος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 610.mp3 krokodil (Emër) (kro-ko-dil, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) |