Αναζήτησες τη λέξη "кран" στα Ρωσικά
166.mp3 кран (Существительное) (род-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | βρύση βρύση (η) (Ουσιαστικό) (βρύ-ση, γεν. -ης, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 166.mp3 krua (Emër/Emër) (kru-a/çez-më) |
Αναζήτησες τη λέξη "кран" στα Ρωσικά
166.mp3 кран (Существительное) (род-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | βρύση βρύση (η) (Ουσιαστικό) (βρύ-ση, γεν. -ης, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 166.mp3 krua (Emër/Emër) (kru-a/çez-më) |