Αναζήτησες τη λέξη "копать" στα Ρωσικά
1003.mp3 копать (Глагол) (ενεστ. ко-пать, αόρ. перекопал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
σκάβω σκάβω (Ρήμα) (ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, | 1003.mp3 gërmoj (Folje) (e tashme gër-moj, e kr. thj v. gërmova, |
Αναζήτησες τη λέξη "копать" στα Ρωσικά
1003.mp3 копать (Глагол) (ενεστ. ко-пать, αόρ. перекопал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
σκάβω σκάβω (Ρήμα) (ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, | 1003.mp3 gërmoj (Folje) (e tashme gër-moj, e kr. thj v. gërmova, |