Αναζήτησες τη λέξη "консервы" στα Ρωσικά 570.mp3 консервы(Существительное)(кон-сер-вы,γεν. -ов)ПримерыОткрой консервы, давай поедим. В горных убежищах есть консервы на случай необходимости. Мне нравится консервированный тунец. κονσέρβα κονσέρβα (η) (Ουσιαστικό)(κον-σέρ-βα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΆνοιξε μια κονσέρβα, να φάμε. Στα ορεινά καταφύγια υπάρχουν κονσέρβες για ώρα ανάγκης. Μου αρέσουν οι κονσέρβες με τόνο. 570.mp3 konservë(Emër)(kon-ser-vë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujHap një konservë, të hamë. Të strehëzat malore ka konserva për kohë nevoje. Më pëlqejnë konservat me ton. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я