Αναζήτησες τη λέξη "комичный" στα Ρωσικά
630.mp3 комичный, -ая, -ое (Прилагательное) (ко-мич-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | κωμικός κωμικός, -ή, -ό (Επίθετο) (κω-μι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 630.mp3 komik, -e (Mbiemër) (ko-mik, -ë, -e) |