Αναζήτησες τη λέξη "клеить" στα Ρωσικά
564.mp3 клеить (Глагол) (ενεστ. кле-ить, αόρ. наклеил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
κολλώ κολλώ (Ρήμα) (ενεστ. κολ-λώ, αόρ. κόλλησα, | 564.mp3 ngjit (Folje) (e tashme ngjit, e kr. thj v. ngjita, |
Αναζήτησες τη λέξη "клеить" στα Ρωσικά
564.mp3 клеить (Глагол) (ενεστ. кле-ить, αόρ. наклеил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
κολλώ κολλώ (Ρήμα) (ενεστ. κολ-λώ, αόρ. κόλλησα, | 564.mp3 ngjit (Folje) (e tashme ngjit, e kr. thj v. ngjita, |