Αναζήτησες τη λέξη "карандаш" στα Ρωσικά
757.mp3 карандаш (Существительное) (ка-ран-даш, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ей) | μολύβι μολύβι (το) (Ουσιαστικό) (μο-λύ-βι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 757.mp3 laps (Emër) (laps, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) |