Αναζήτησες τη λέξη "импортировать" στα Ρωσικά
303.mp3 импортировать (Глагол) (ενεστ. вво-дить, αόρ. ввел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
εισάγω εισάγω (Ρήμα) (ενεστ. ει-σά-γω, αόρ. εισήγαγα, | 303.mp3 importoj (Folje) (e tashme im-por-toj, e kr. thj v. importova, |