Αναζήτησες τη λέξη "игрок" στα Ρωσικά
879.mp3 игрок (Существительное) (иг-рок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) | παίκτης παίκτης (ο) (Ουσιαστικό) (παί-κτης, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 879.mp3 lojtar (Emër) (loj-tar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) |