Αναζήτησες τη λέξη "затоплять" στα Ρωσικά
938.mp3 затоплять (Глагол) (ενεστ. за-топ-лять, αόρ. затопил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
πλημμυρίζω πλημμυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. πλημ-μυ-ρί-ζω, αόρ. πλημμύρισα, Παραδείγματα | 938.mp3 vërshoj (Folje) (e tashme vër-shoj, e kr. thj v. përmbyta, |