Αναζήτησες τη λέξη "запыхаться" στα Ρωσικά
648.mp3 запыхаться (Глагол) (ενεστ. за-пы-хать-ся, αόρ. запыхался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), |
λαχανιάζω λαχανιάζω (Ρήμα) (ενεστ. λα-χα-νιά-ζω, αόρ. λαχάνιασα, | 648.mp3 gajasem (Folje) (e tashme ga-ja-sem, e kr. thj v. gajasa, |