Αναζήτησες τη λέξη "запирать" στα Ρωσικά
546.mp3 запирать (Глагол) (ενεστ. за-пи-рать, αόρ. запер (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
κλειδώνω κλειδώνω (Ρήμα) (ενεστ. κλει-δώ-νω, αόρ. κλείδωσα, | 546.mp3 kyç (Folje) (e tashme kyç, e kr. thj v. kyça, |
Αναζήτησες τη λέξη "запирать" στα Ρωσικά
546.mp3 запирать (Глагол) (ενεστ. за-пи-рать, αόρ. запер (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
κλειδώνω κλειδώνω (Ρήμα) (ενεστ. κλει-δώ-νω, αόρ. κλείδωσα, | 546.mp3 kyç (Folje) (e tashme kyç, e kr. thj v. kyça, |