Αναζήτησες τη λέξη "закупоривать" στα Ρωσικά
153.mp3 закупоривать (Глагол) (ενεστ. за-ку-по-ри-вать, αόρ. закупорил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |
βουλώνω βουλώνω (Ρήμα) (ενεστ. βου-λώ-νω, αόρ. βούλωσα, Παραδείγματα | 153.mp3 vulos (folje/folje) (vu-los/bllo-koj) |