Αναζήτησες τη λέξη "женить" στα Ρωσικά
888.mp3 женить (Глагол) (ενεστ. же-нить, αόρ. женил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
παντρεύω παντρεύω (Ρήμα) (ενεστ. πα-ντρεύ-ω, αόρ. πάντρεψα, Παραδείγματα | 888.mp3 martoj (Folje) (e tashme mar-toj, e kr. thj v. martova, |