Αναζήτησες τη λέξη "дохлый" στα Ρωσικά
1182.mp3 дохлый, -ая, -ое (Прилагательное) (дох-лый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | ψόφιος ψόφιος, -α, -ο (Επίθετο) (ψό-φιος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) Παραδείγματα | 1182.mp3 (i,e) ngordhur (Mbiemër) ((i,e) ngor-dhur, (e,të) -r, -a) |