Αναζήτησες τη λέξη "двойной" στα Ρωσικά
267.mp3 двойной, -ая, -ое (Прилагательное) (двой-ной, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) | διπλός διπλός, -ή, -ό (Επίθετο) (δι-πλός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) Παραδείγματα | 267.mp3 (i,e) dyfishtë (Mbiemër) ((i,e) dy-fish-të, (e,të) -ë, -a) |