Αναζήτησες τη λέξη "давать" στα Ρωσικά
266.mp3 давать (Глагол) (ενεστ. да-вать, αόρ. дал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
δίνω δίνω (Ρήμα) (ενεστ. δί-νω, αόρ. έδωσα, | 266.mp3 jap (Folje) (e tashme jap, e kr. thj v. dhashë, |
Αναζήτησες τη λέξη "давать" στα Ρωσικά
266.mp3 давать (Глагол) (ενεστ. да-вать, αόρ. дал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
δίνω δίνω (Ρήμα) (ενεστ. δί-νω, αόρ. έδωσα, | 266.mp3 jap (Folje) (e tashme jap, e kr. thj v. dhashë, |