Αναζήτησες τη λέξη "гриб" στα Ρωσικά
701.mp3 гриб (Существительное) (гриб, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | μανιτάρι μανιτάρι (το) (Ουσιαστικό) (μα-νι-τά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 701.mp3 kërpudhë (Emër) (kër-pu-dhë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) |