Αναζήτησες τη λέξη "глухой" στα Ρωσικά
598.mp3 глухой, -ая, -ое (Прилагательное) (глу-хой, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) | κουφός κουφός, -ή, -ό (Επίθετο) (κου-φός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 598.mp3 (i,e) shurdhët (Mbiemër) ((i,e) shur-dhët, (e,të) -t, -a) |